- αμέρευτος
- και ανημέρευτος, -η, -ο1. (για ζώα) αυτός που δεν εξημερώθηκε ή δεν μπορεί να εξημερωθεί, ανήμερος, ατίθασος2. (για πρόσωπα ή πράγματα) εξαγριωμένος, ακατεύναστος.[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητ. + μερεύω. Η λ. ανημέρευτος αποτελεί παράλληλο τ. τού επιθ. αμέρευτος με στερητ. ανα-*].
Dictionary of Greek. 2013.